- παραβλώψ
- παρα - βλώψ, ωπος (παραβλέπω): looking askance, Il. 9.503†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
παραβλώψ — looking askance masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλῶπα — παραβλώψ looking askance masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλῶπας — παραβλώψ looking askance masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλῶπες — παραβλώψ looking askance masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηλήτης — κηλήτης, αττ. τ. καλήτης, ὁ (Α) [κήλη] αυτός που πάσχει από κήλη («καὶ ἐκάλουν ἀλλήλους οὐκ ἀπὸ τῶν ὀνομάτων, ἀλλ ἀπὸ τῶν ἀτυχημάτων, ὁ χωλός, ὁ κηλήτης, ὁ ἀριστερόχειρ, ὁ παραβλώψ», Συνέσ.) … Dictionary of Greek
παραβλώπας — ο / παραβλώψ, ῶπος, ΝΑ αυτός που κοιτάζει με πλάγιο τρόπο, και ιδίως αυτός που στραβίζει, ο αλλήθωρος αρχ. τυφλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * βλώψ (< βλέπω), πρβλ. υπο βλώψ] … Dictionary of Greek
παραβλώπισμα — τὸ, Μ λοξό κοίταγμα, αλληθώρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραβλώψ, ῶπος + κατάλ. ισμα] … Dictionary of Greek